κορυβαντικός

κορυβαντικός
κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) [Κορύβας]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κορυβαντικά — Κορυβαντικός neut nom/voc/acc pl Κορυβαντικά̱ , Κορυβαντικός fem nom/voc/acc dual Κορυβαντικά̱ , Κορυβαντικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικῶν — Κορυβαντικός fem gen pl Κορυβαντικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικόν — Κορυβαντικός masc acc sg Κορυβαντικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικαί — Κορυβαντικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυβαντικοῦ — Κορυβαντικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”